ουρανόσταλτος

ουρανόσταλτος
-η, -ο
σταλμένος από τον ουρανό, ουρανόπεμπτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο-* + στέλλω. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Εστία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ουρανόσταλτος — η, ο αυτός που στέλνεται από τον ουρανό, ουρανοκατέβατος, απροσδόκητος, σπάνιος, ευεργετικός: Ουρανόσταλτη βροχή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ουρανο- — (ΑΜ οὐρανο ) α συνθετικό λέξεων, που άναγεται στο ουσ. ουρανός και σημαίνει αυτόν που προέρχεται, που βρίσκεται ή που σχετίζεται με τον ουρανό και, μτφ., με το θείο.Σύνθ. με α συνθετικό ουρανο : ουρανοβάμων, ουρανοβάτης, ουρανογραφία,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”